- συμβουλή
- η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συβουλή Νπαραίνεση, προτροπή, υπόδειξη (α. «τά αποφεύγω... με συμβουλή τού γιατρού» β. «ἔγνωσαν συμβουλῆς πέρι ἐς θεὸν ἀνοῑσαι τὸν ἐν Βραγχίδῃσι», Ηρόδ.γ. «ὑπὸ μιᾱς ἀθέσμου συμβουλῆς», Τριώδ.)αρχ.σύσκεψη, συζήτηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + βουλή «σκέψη» (πρβλ. προ-βουλή)].
Dictionary of Greek. 2013.